ἀπολαυστικός

ἀπολαυστικός
ἀπο-λαυστικός, ή, όν,
A devoted to enjoyment,

βίος Arist.EN1095b17

;

οἱ -κοί Plu.2.1094f

; producing enjoyment,

ἀρεταί Arist.Rh.1367a18

. Adv.

-κῶς, ζῆν Id.Pol.1312b23

.
II choice,

οἶνος Plb.12.2.7

;

μήκωνες Hices.

ap. Ath.3.87e ([comp] Comp.); luxurious,

δίαιτα Gal.18(2).463

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀπολαυστικός — devoted to enjoyment masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απολαυστικός — ή, ό (AM ἀπολαυστικός, ή, όν) πρόξενος απόλαυσης, τερπνός, ευφρόσυνος αρχ. ο αφιερωμένος στην απόλαυση, αυτός που αγαπά τις απολαύσεις …   Dictionary of Greek

  • απολαυστικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που δίνει απόλαυση, τερπνός, διασκεδαστικός: Η συντροφιά του ήταν πολύ απολαυστική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπολαυστικά — ἀπολαυστικός devoted to enjoyment neut nom/voc/acc pl ἀπολαυστικά̱ , ἀπολαυστικός devoted to enjoyment fem nom/voc/acc dual ἀπολαυστικά̱ , ἀπολαυστικός devoted to enjoyment fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολαυστικῶν — ἀπολαυστικός devoted to enjoyment fem gen pl ἀπολαυστικός devoted to enjoyment masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολαυστικόν — ἀπολαυστικός devoted to enjoyment masc acc sg ἀπολαυστικός devoted to enjoyment neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολαυστικαί — ἀπολαυστικός devoted to enjoyment fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολαυστικοῖς — ἀπολαυστικός devoted to enjoyment masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολαυστικοί — ἀπολαυστικός devoted to enjoyment masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολαυστικοῦ — ἀπολαυστικός devoted to enjoyment masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολαυστικούς — ἀπολαυστικός devoted to enjoyment masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”